καζάντι(ο), το

καζάντι(ο), το
καζάντι(ο), το και καζάντια, η κέρδος από εργασία, απολαβή: Τα είδαμε και τα δικά σου τα καζάντια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καζάντια — η και καζάντι και καζάντιο, το 1. κέρδος, όφελος, απολαβή από εργασία ή εμπορικές συναλλαγές κ.λπ., απόκτηση περιουσίας 2. φρ. (χλευαστ.) «είδαμε την (ή τα) καζάντια σου» είδαμε την προκοπή σου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. καζαντίζω] …   Dictionary of Greek

  • καζάντισμα — το καζάντι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”